φιστικάς

φιστικάς
ο, Ν
1. ιδιοκτήτης εκτάσεων με φιστικιές
2. έμπορος ή πωλητής φιστικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιστίκι + κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατ-άς, κασταν-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιστικάς — ο πληθ. άδες, ο ιδιοκτήτης εκτάσεων με φιστικιές, ο έμπορος φιστικιών, ο πωλητής φιστικιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιστικοπώλης — ο, Ν πωλητής φιστικιών, φιστικάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιστίκι + πώλης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”